- πιπιρίζω
- (I)Νβλ. πιπίζω (Ι).————————(II)Ν(διαλ. τ.) βλ. πιπερίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιπίζω — (I) και πιπιρίζω, Ν, πιππίζω Α (για νεοσσούς) εκβάλλω φωνή όμοια με τους φθόγγους πι πι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. έχουν σχηματιστεί με ονοματοποιία (πρβλ. λατ, pipilo, pipio, γερμ. piepen) βλ. και λ. πιπώ]. (II) Μ πιπίσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πιπί σκω με… … Dictionary of Greek
πιπερίζω — πεπερίζω, ΝΑ, και διαλ. τ. πιπιρίζω Ν [πιπέρι/ πέπερι] (αμτβ.) έχω τη γεύση πιπεριού, καίω σαν το πιπέρι 2. (μτβ.) (σχετικά με έδεσμα) ρίχνω πιπέρι … Dictionary of Greek